- (ε)ξώφυλλο
- (ε)ξώφυλλοτο1. το έξω φύλλο βιβλίου.2. το έξω φύλλο παραθύρου.3. καθένα από τα τραπουλόχαρτα που σε ορισμένα παιχνίδια αφαιρούνται ως περιττά ή δε λογαριάζονται στην καταμέτρηση των πόντων, το σκάρτο.ξώφυλλοτοτο έξω φύλλο, το εξώφυλλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.